στατῆρα

στατῆρα
στατήρ
standard coin
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • STATER — Graece Στατὴρ, ἀπὸ τȏυ ἵςταςθαι, nummus Popmae quadratus, ex Suida, argenteus bis didrachmus, memoratur Matthaei c. 17. v. 24. et seq. ubi tributum soluturus Caesari Servator noster iussit. Petrum hamum mittere, eumque piscem, qui ascenderet… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαρεικός — Χρυσό βασιλικό νόμισμα των Aχαιμενιδών Περσών, που το έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπη (521 485 π.Χ.). Ήταν από καθαρό χρυσάφι, είχε ακριβώς το ίδιο βάρος με τον αθηναϊκό στατήρα και ισοδυναμούσε με 20 αττικές δραχμές. Στη μία όψη του… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • στατηριαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός στατήρα 2. αυτός που ζυγίζει έναν στατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στατήρ, ῆρος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

  • έκτη — η (Α ἕκτη) νεοελλ. μουσ. α) το μεταξύ έξι φθόγγων τής μουσικής κλίμακας διάστημα, π.χ. ντο λα, ρε σι κ.λπ. β) έκτης συγχορδία η πρώτη αναστροφή τρίφωνης συγχορδίας αρχ. (το θηλ. τού έκτος ως ουσ.) 1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα ίσο με το έκτο τού… …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • ισοκάμπανος — ἰσοκάμπανος, ον (Α) ο ίσος στο βάρος με έναν καμπανόν, δηλαδή με έναν στατήρα, με ένα ορισμένο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + καμπανός] …   Dictionary of Greek

  • νούμμος — νοῡμμος και νόμος, ὁ (Α) 1. είδος χρυσού, αργυρού ή χάλκινου νομίσματος το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους Δωριείς τής Κάτω Ιταλίας και τής Σικελίας, είχε βάρος ίσο με το 1/10 τού κορινθιακού στατήρα και ισοδυναμούσε με 1,50 αττικό οβολό 2. το… …   Dictionary of Greek

  • παρακαμπανίζω — Μ χρησιμοποιώ ψευδή σταθμά στο ζύγισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καμπανίζω «ζυγίζω με στατήρα, κάμπανο»] …   Dictionary of Greek

  • σίγλος — ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν (στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 τής μνας νεοελλ. κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς αρχ. 1. νομισματική μονάδα τής Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”